- καυματίας
- καυμᾰτ-ίας, masc. Adj.,A burning hot, of the sun, Thphr.Sign.11, 26, al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καυματίας — καυματίας, ὁ (Α) [καύμα] (για τον ήλιο) αυτός που καίει πολύ … Dictionary of Greek